- πλευρά
- Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις των θωρακικών σπονδύλων· το μπροστινό άκρο των πρώτων 7 π. (γνήσια π.) αρθρώνεται με το στέρνο με την παρεμβολή ενός χόνδρινου τμήματος, που ονομάζεται πλευρικός χόνδρος· τα άκρα του όγδοου, ένατου και δέκατου καταλήγουν σε άλλους χόνδρους που ενώνονται μεταξύ τους και με το χόνδρο του έβδομου π., χωρίς να φτάνουν απευθείας στο στέρνο (νόθα π.)· οι δυο τελευταίες π. είναι πολύ πιο κοντές από τις άλλες και δεν στηρίζονται μπροστά γι’ αυτό το λόγο ονομάζονται ασύντακτα πλευρά.
Τα π. παθαίνουν όλες σχεδόν τις παθήσεις των οστών. Συχνά είναι τα κατάγματα που, κατά κανόνα, οφείλονται σε τραύματα του θώρακα, αλλά μπορεί να προκληθούν και από βίαιο βήχα, ιδίως σε ηλικιωμένα άτομα. Είναι γνωστές επίσης παθολογικές καταστάσεις που οφείλονται σε υπεράριθμα π. που αρθρώνονται με τον έβδομο αυχενικό σπόνδυλο. Τα π. αυτά μπορεί και να βλάψουν αγγεία και νεύρα.
Α) γνήσιες πλευρές· Β) νόθες πλευρές· Γ) ασύντακτες πλευρές.
* * *η, ΝΜΑ1. το πλευρό2. καθένα από τα επιμήκη τοξοειδή οστά, κοίλα προς τα μέσα, τα οποία σχηματίζουν, μαζί με τους θωρακικούς σπονδύλους και το στέρνο, το κύτος του θώρακα (α. «κάταγμα στην τρίτη δεξιά πλευρά» β. «τείνουσι παρά τε τὴν πλευράν ἑκάστην φλεβία», Αριστοτ.)3. το πλάγιο μέρος οποιασδήποτε επιφάνειας (α. «στην αριστερή πλευρά τού χωριού» β. «στη δεξιά πλευρά τού αεροπλάνου» γ. «νηὸς [πρὸς] πλευρῇσιν ὑπὸ ζυγὰ θήσομεν ἡμεῑς», Θέογν.)4. μαθημ. κάθε ευθεία που περιορίζει ένα επίπεδο σχήμα (α. «πλευρά τριγώνου» β. «πλευρά γωνίας»)5. κάθε επίπεδη επιφάνεια στερεού σχήματος, έδρα («πλευρές τού κύβου»)νεοελλ.1. μτφ. ὁψη, άποψη ενός θέματος («το πρόβλημα εξετάστηκε προσεκτικά από κάθε πλευρά»)2. (γεωδ.) η ευθεία που ενώνει δύο τριγωνομετρικά σημεία τού δικτύου3. φρ. α) «γνήσιες πλευρές»ανατ. οι πλευρές, τα οστά που συνάπτονται με το στέρνοβ) «νόθες πλευρές»ανατ. οι πλευρές που συνάπτονται έμμεσα η καθεμιά με την αμέσως υπερκείμενηγ) «αυχενικές πλευρές» ιατρ. ανωμαλία στη διάπλαση τών οστών τών πλευρών, κατά την οποία μια πλευρά εκτείνεται πλάγια από τον έβδομο αυχενικό σπόνδυλο προς το επάνω μέρος τού στέρνουδ) «από τη δική μου πλευρά» — από εμένα, εκ μέρους μουμσν.-αρχ.(με αρχική αναφορά στην Εύα)η σύζυγοςαρχ.1. μαθημ. α) ο ένας από τους παράγοντες γινομένουβ) τετραγωνική ή κυβική ρίζα αριθμού2. σελίδα βιβλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, οι λ. πλευρά / πλευρόν (< *πλε-Fαρ) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pelᾱ- / pel- «απλώνω, εκτείνω» (πρβλ. παλάμη, πέλαγος, πλαξ κ.λπ.) με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο, και εμφανίζουν επίθημα -Fαρ- / *-wer, όπως και οι λ. νευρά / νεῦρον* (< *sne-wer-). Από τη λ. πλευρά παράγεται το τοπωνύμιο Πλευρών με το εθνικό Πλευρώνιος, τα οποία μαρτυρούνται και στη Μυκηναϊκή στους τ. pereuronade = Πλευρώναδε και pereuronijo = Πλευρώνιος.ΠΑΡ. πλευρικός, πλευρίς, πλευρίτης, πλευρίτις(-ίτιδα), πλεύρωμααρχ.πλευριαίος, πλευρίον, πλευρισμός, πλευρόθεννεοελλ.πλευρώδης.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) πλευροκοπώαρχ.πλευροειδώς, πλευροπριστήρ, πλευροτυπήςμσν.πλευρογέννητος, πλευρόμητρος πλευροπάτωρ, πλευρότρωτος, πλευροφυήςνεοελλ.πλευρεκτομή, πλευροβράγχιο, πλευροδυνία, πλευρόκοκκος, πλευρολυσία, πλευρομίτωση, πλευρόνηκτος, πλευρόνημα, πλευροπνευμονία, πλευρόπονος, πλευρόσιγμα. (Β' συνθετικό) αμφίπλευρος, ανισόπλευρος, άπλευρος, δεκάπλευρος, δίπλευρος, εξάπλευρος, επτάπλευρος, ετερόπλευρος, ισόπλευρος, μονόπλευρος, οκτάπλευρος, πεντάπλευρος, πολύπλευρος, τετράπλευρος, τρίπλευροςαρχ.αντίπλευρος, αρτιόπλευρος, ατερόπλευρος, βαθύπλευρος, βούπλευρος, διπλασιόπλευρος, έκπλευρος, έμπλευρος, ερίπλευρος, εύπλευρος, ημίπλευρος, ισοπληθόπλευρος, λευκόπλευρος, μεγαλόπλευρος, περίπλευρος, στρογγυλόπλευρος, σύμπλευρος, τανύπλευρος, χαλκόπλευρος, χρυσόπλευροςνεοελλ.διάπλευρος, ολόπλευρος, παράπλευρος].
Dictionary of Greek. 2013.